- ὑποδύσφορος
- ὑποδύσφορ-ος, ον,A rather impatient, Hp.Prorrh.1.39, Coac.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδύσφορος — ον, Α [ὑποδυσφορῶ] αυτός που κάπως δυσανασχετεί ή αυτός που είναι κάπως ανυπόμονος … Dictionary of Greek
ὑποδύσφοροι — ὑποδύσφορος rather impatient masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)